Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

τα στενά (

  • 1 деляческий

    деляче||ский
    прил χρησιμοθηρικός, στενά πρακτικός, στενά ὠφελιμιστικός:
    \деляческий подход ὁ χρησιμοθηρικός (или στενά πρακτικός) τρόπος ἐξέτασης (или ἀντιμετώπισης) ζητήματος.

    Русско-новогреческий словарь > деляческий

  • 2 обуживать

    обуживать
    несов κάνω πολύ στενά, κάνω πιό στενά ἀπ° ὀτι χρειάζεται:
    \обуживать рукава κάνω πολύ στενά τά μανίκια.

    Русско-новогреческий словарь > обуживать

  • 3 сроднить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сродненный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    ενώνω, συνδέω στενά•

    нас -ло общее дело μας ένωσε στενά η κοινή υπόθεση.

    ενώνομαι, συνδέομαι στενά.

    Большой русско-греческий словарь > сроднить

  • 4 тесный

    тесный στενός, στενόχωρος; \тесныйая обувь τα στενά (или μικρά) παπούτσια
    * * *
    στενός, στενόχωρος

    те́сная о́бувь — τα στενά ( или μικρά) παπούτσια

    Русско-греческий словарь > тесный

  • 5 узковедомственный

    узковедомственный
    прил ὁ στενά ὑπηρεσιακός:
    \узковедомственный подход ἡ στενά ὑπηρεσιακή ἀντιμετώπιση.

    Русско-новогреческий словарь > узковедомственный

  • 6 скрепить

    -шло, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрепленный, βρ: -плен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. крепить (1 σημ.).
    μτφ. συνδέω, ενώνω στενά•

    скрепить узы дружбы στερεώνω τους δεσμούς φιλίας.

    2. βεβαιώνω, θεωρώ, επικυρώνω•

    скрепить копию печатью βάζω σφραγίδα στο αντίγραφο (ως ένδειξη εγκυρότητας).

    3. скрепить себя βλ. скрепиться (2 σημ.).
    1. στερεώνομαι• συνδέομαι, ενώνομαι στενά.
    2. συγκρατούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > скрепить

  • 7 спаять

    -яю, -яешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. спаянный, βρ: спаян, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. συγκολλώ•

    спаять трубы συγκολλώ σωλήνες.

    2. μτφ. συνδέω, ενώνω στενά, αδιάρρηκτα.
    1. συγκολλιέμαι.
    2. μτφ. ενώνομαι, συνδέομαι αδιάρρηκτα, στενά.

    Большой русско-греческий словарь > спаять

  • 8 сплавить

    ρ.σ.μ. συντήκω, συγχωνεύω, συγκερνώ, φτιάχνω κράμα μετάλλων. || μτφ. ενώνω, συνδέω στενά, αδιάρρηκτα.
    γίνομαι κράμα, συντήκομαι. || μτφ. συνδέομαι αδιάρρηκτα, στενά.
    ρ.σ.μ. μεταφέρω με το ρεύμα του ποταμού. || μεταθέτω κάποιον για να τον ξεφορτωθώ.

    Большой русско-греческий словарь > сплавить

  • 9 узковедомственный

    επ.
    στενά (αυστηρά) υπηρεσιακός. || μτφ. ιδιοτελής, ιδιωφελής, συμφεροντολογικός•

    преследовать -ые цели αποβλέπω (αποσκοπώ) σε στενά ιδιοτελείς σκοπούς.

    Большой русско-греческий словарь > узковедомственный

  • 10 ворота

    1. (створы для запирания входа или проезда) η πύλη, η θύρα, η πόρτα* кормовые - οι πρυμνιές πόρτες
    шлюзные - η υδροφρακτική θύρα λεκάνης, δεξαμενής ή νηοδόχης
    2. (горный проход) τα στενά 3. (морской пролив) το στενό 4. мед. οι πύλες (πλ.)
    - печени - της φλέβας του συκωτιού/του ήπατος
    5. (в спорте) το τέρμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ворота

  • 11 пролив

    геогр. о πορθμός, τα στενά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пролив

  • 12 степь

    η στένα (ξεν.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > степь

  • 13 узкость

    мор. τα στενά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > узкость

  • 14 близко

    близко
    нареч
    1. πλησίον, ἐγγύς, σιμά, κοντά:
    быть \близко εἶμαι πλησίον, εἶμαι κοντά;
    2. (хорошо, вполне) στενά [-ῶς], ἀπό κοντά:
    \близко познакомиться γνωρίζομαι ἀπό κοντά; ◊ до города \близко ἡ πόλη εἶναι κοντά.

    Русско-новогреческий словарь > близко

  • 15 малый

    мал||ый I
    прил
    1. (маленький) μικρός, μικρούλης, μικρούτσικος:
    \малыйые государства τά μικρά κράτη· \малыйая скорость ж.-д. ἡ μικρή ταχύτητα· бесконечно \малыйая величина мат τό ἀπειροστημόριο[ν]·
    2. (узкий, тесный) μικρός, στενός:
    боти́нкя ему́ \малыйы τά παπούτσια τοῦ εἶναι στενά· 3.

    Русско-новогреческий словарь > малый

  • 16 мелкий

    мелк||ий
    прил
    1. (некрупный) ψιλός, μικρός, λιανός:
    \мелкийие расходы τά μικρά Εξοδα· \мелкий дождь ἡ ψιλή βροχή, ἡ ψιχάλα· \мелкийая торговля τό μικρεμπόριο· \мелкий рогатый скот τά γιδοπρόβατα· \мелкий почерк τά ψιλά γράμματα· \мелкий собственник ὁ μικροϊδιοκτήτης· \мелкийая буржуазия ἡ μικροαστική τάξη, οἱ μικροαστοί· \мелкийая кража ἡ μικροκλοπή· \мелкийие деньги τά ψιλα (χρήματα)·
    2. (неглубокий) ρηχός, ἀβαθής:
    \мелкийая тарелка τό ρηχό πιἀτο·
    3. (незначительный, ничтожный) μικρός, μικρο· πρεπής, φτηνός:
    \мелкийие интересы τά στενά ἐνδιαφέροντα.

    Русско-новогреческий словарь > мелкий

  • 17 пролив

    пролив
    м ὁ πορθμός, τό στενά, τό μπο-γάζι.

    Русско-новогреческий словарь > пролив

  • 18 узкий

    у́зк||ий
    прил в разн. знач. στενός:
    \узкийая ткань τό στενό ὕφασμα· \узкийая обувь τά στενά παπούτσια· \узкийое платье τό στενό φόρεμα· \узкий и длинный μακρόστενος, στενόμακρος· \узкийая улица ὁ στενός δρόμος· \узкий переулок τό στενοσόκακο· \узкийая специальность ἡ στενή εἰδικότητα· \узкий круг друзей ὁ στενός φιλικός κύκλος· \узкий кругозор ὁ στενός ὁρίζοντας· ◊ \узкийое место перен τό ἀδύνατο σημείο, ἡ ἀχίλλειος πτέρνα

    Русско-новогреческий словарь > узкий

  • 19 коротко

    επίρ.
    σύντομα, βραχέως•

    коротко и ясно σύντομα και καθαρά, νέτα-σκέτα.

    || στενά, φιλικά• από κοντά, εκ του πλησίον•

    коротко знаком γνωστός από κοντά.

    Большой русско-греческий словарь > коротко

  • 20 натянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. натянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εντείνω, τεντώνω τραβώ•

    натянуть тетиву лука τεντώνω τη χορδή του τόξου•

    натянуть вожжи τραβώ τα χα-λινά•

    натянуть холст на рамку τεντώνω το πανί στο τελάρο.

    2. τραβώ προς το μέρος μου ή προς τα πάνω μου•

    натянуть на себя одеяло τραβώ πάνω μου το πάπλωμα.

    || φορώ, ντύνω, βάζω κάτι στενό•

    натянуть сапоги βάζω με δυσκολία τις μπότες•

    перчатки φορώ τα στενά γάντια.

    3. παρατραβώ, το παρακάνω, ξεπερνώ τα όρια.
    4. απρόσ. συννεφιάζω καλύπτω, σκεπάζω.
    1. τεντώνομαι, εντείνομαι.
    2. (απλ.) μεθώ, τα κοπανώ.

    Большой русско-греческий словарь > натянуть

См. также в других словарях:

  • στένα — στένᾱ , στένος narrow neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενά — στενός narrow neut nom/voc/acc pl στενά̱ , στενός narrow fem nom/voc/acc dual στενά̱ , στενός narrow fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενά — I Ορεινός οικισμός (2 κάτ., υψόμ. 940), στην επαρχία Καστοριάς, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται στην κοινότητα Νεστορίου. II Συμβατικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται ο Βόσπορος και τα Δαρδανέλλια. Έως το 1774 ολόκληρη η περιοχή και η Μαύρη… …   Dictionary of Greek

  • Κλεισούρας, στενά — Στενωπός της δυτικής Μακεδονίας, στην περιοχή όπου συναντώνται τα όρια των νομών Καστοριάς, Φλωρίνης και Κοζάνης, μεταξύ των νότιων απολήξεων του όρους Βέρνου Βίτσι και των βόρειων απολήξεων του όρους Άσκιου Σινιάτσικου. Ονομάστηκαν έτσι από τον… …   Dictionary of Greek

  • Αμανίδες πύλες — Στενά στο όρος Αμανό της Κιλικίας. To πρώτο, που οδηγεί στην Κιλικία, λεγόταν και «Κιλίκιαι Πύλαι» (Στράβων), ενώ κατά τον Μεσαίωνα ονομαζόταν Πορτέλα. Σήμερα, στα τουρκικά λέγεται Σακάλ Τουτάν. H θέση παρουσιάζει μεγάλη στρατηγική σημασία και… …   Dictionary of Greek

  • στενάς — στενά̱ς , στενός narrow fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενάσαι — στενά̱σᾱͅ , στενάζω sigh deeply fut part act fem dat sg (doric) στενάζω sigh deeply aor inf act στενάσαῑ , στενάζω sigh deeply aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»